- εισάγομαι
- εισάγομαι, (εισήχθη - εισήχθησαν) βλ. πίν. 136——————Σημειώσεις:εισάγομαι : η μτχ. ενεστώτα εισαγόμενος χρησιμοποιείται ευρύτατα ως επίθετο (εισαγόμενα προϊόντα → προϊόντα εισαγωγής)·
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εἰσάγομαι — εἰσάγω lead in pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεισέρχομαι — ἐπεισέρχομαι (AM) 1. μπαίνω κι εγώ κάπου 2. ορμώ, επιτίθεμαι αρχ. 1. μπαίνω σε μια οικογένεια ως μητριά 2. μπαίνω κάπου μετά από άλλον («κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον», Πλάτ.) 3. (για πράγμ.) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ… … Dictionary of Greek
συνεισάγω — ΝΑ [εἰσάγω] εισάγω συγχρόνως νεοελλ. μέσ. συνεισάγομαι α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο αρχ. 1. συμπεριλαμβάνω 2. συνεισφέρω … Dictionary of Greek
εισβαίνω — εἰσβαίνω (AM) εισέρχομαι μσν. περνώ, διαβαίνω αρχ. 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο 2. (για εμπορεύματα) εισάγομαι από ξένη χώρα 3. με προεξοχή μου προσαρμόζομαι κάπου 4. φρ. «τοιαῡτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά», «εἰσέβην ἄτης ἄβυσσον πέλαγος» σε τέτοιες … Dictionary of Greek
εισφοιτώ — εἰσφοιτῶ ( άω) (Α) 1. συχνάζω σ ένα μέρος 2. (για εμπορεύματα) εισάγομαι … Dictionary of Greek
ενστάζω — (Α ἐνστάζω) [στάζω] 1. ενσταλάζω, στάζω σιγά σιγά 2. παθ. εισάγομαι σιγά σιγά μέσα στην ψυχή κάποιου («ἀλλὰ οἱ δεινός τις ἐνέστακτο ἵμερος») … Dictionary of Greek
επανάκειμαι — ἐπανάκειμαι (Α) [κείμαι] 1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.) 2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος 3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον … Dictionary of Greek
επεισκυκλώ — ἐπεισκυκλῶ, έω (Α) 1. στοιβάζω το ένα πάνω στο άλλο, συσσωρεύω («ὧν ἀμελήσαντες οἱ πολλοὶ τὰ μηδέν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῡσι», Λουκιαν.) 2. παθ. ἐπεισκυκλοῡμαι. εισάγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκυκλώ «εισφέρω»] … Dictionary of Greek
επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι … Dictionary of Greek
ιεροφαντώ — ἱεροφαντῶ, έω (Α) [ιεροφάντης] 1. είμαι ιεροφάντης 2. εισάγω κάποιον στα μυστήρια, μυώ 3. (μτβ.) εξηγώ ως ιεροφάντης, διδάσκω ως ιεροφάντης 4. παθ. ἱεροφαντοῡμαι, έομαι α) εμπνέομαι («τοὺς ἱεροφαντηθέντας λογισμοὺς θεοῡ», Φίλ. β) εισάγομαι στα… … Dictionary of Greek